ὑπαρκτά

ὑπαρκτά
ὑπαρκτός
subsisting
neut nom/voc/acc pl
ὑπαρκτά̱ , ὑπαρκτός
subsisting
fem nom/voc/acc dual
ὑπαρκτά̱ , ὑπαρκτός
subsisting
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευφάνταστος — η, ο (Α εὐφάνταστος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα αρχ. 1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός 2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • μέντιουμ — το πρόσωπο που χρησιμεύει ως διάμεσο σε πνευματιστικά ή μεταψυχικά φαινόμενα, ικανό να αντιλαμβάνεται με φαινομενικώς υπερφυσικά μέσα διάφορα υπαρκτά στοιχεία γνώσης και, όπως πιστεύουν οι οπαδοί τού πνευματισμού, τα μηνύματα τών πνευμάτων, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρεκλαμαδόρος — ο, Ν αυτός που επιδεικνύει τα υπαρκτά και ανύπαρκτα χαρίσματα και προσόντα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεκλάμα + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλολογία — η, Ν [σκανδαλολογώ] επίμονη δημόσια ενασχόληση με σκάνδαλα, συνεχής συζήτηση για σκάνδαλα, υπαρκτά ή ανύπαρκτα, ιδίως μέσω τού τύπου και όλων τών μέσων μαζικής ενημέρωσης …   Dictionary of Greek

  • υπαρκτός — ή, ό / ὑπαρκτός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπάρχω] αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να υπάρξει 2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός» (κοινων.) βλ.… …   Dictionary of Greek

  • φαινομενοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχουν μόνο φαινόμενα, γεγονότα δηλαδή που σημειώθηκαν στο χρόνο ή στο διάστημα, και μπορούν να γίνουν αντικείμενα εμπειρίας. Επειδή το άμεσο αντικείμενο της εμπειρίας είναι πάντοτε μία παράσταση, η… …   Dictionary of Greek

  • αντικειμενική συστοιχία — Μέθοδος λογοτεχνικής γραφής, κατά την οποία ο συγγραφέας (ποιητής ή πεζογράφος) προκαλεί συγκίνηση, συνδέοντας το κείμενό του με κάποιο οικείο ή προσπελάσιμο στον αναγνώστη αντικειμενικό στοιχείο (π.χ. με υπαρκτά γεγονότα, μύθους, γνωστή… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

  • Ντιράκ, Πολ Άντριαν Μόρις — (Paul Adrien MauriceDirac, Μπρίστολ 1902 – 1984). Άγγλος φυσικός. Σπούδασε αρχικά στο Μπρίστολ και μετά στο Κέιμπριτζ και το 1933 τιμήθηκε, μαζί με τον Έρβιν Σρέντινγκερ, με το Νόμπελ φυσικής, για τη συνεισφορά του στην ανάπτυξη της μηχανικής των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”